- αυτοφωτογράφηση
- [-ις (-εως)] η фотографирование самого себя
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυτοφωτογράφηση — η το να φωτογραφίζει κανείς τον εαυτό του χρησιμοποιώντας αυτόματη φωτογραφική μηχανή … Dictionary of Greek
αυτοφωτογραφία — η φωτογραφία που γίνεται με αυτοφωτογράφηση … Dictionary of Greek